- ὀκτωκαιδεκαταία
- ὀκτωκαιδεκαταίᾱ , ὀκτωκαιδεκαταῖοςon the eighteenth dayfem nom/voc/acc dualὀκτωκαιδεκαταίᾱ , ὀκτωκαιδεκαταῖοςon the eighteenth dayfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.